(ε)ξακόσ(ι)α

(ε)ξακόσ(ι)α
(ε)ξακόσ(ι)α
άκλ., αριθμ. απόλ. (600)
1. ποσότητα έξι εκατοντάδων (ή εξακοσίων μονάδων).
2. σε χρονολογίες ισοδυναμεί με το τακτ. αριθμ. εξακοσιοστός: Στα εξακόσια π.Χ. (στο εξακοσιοστό έτος π.Χ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • (ε)ξακόσ(ι)οι — (ι)ες, (ι)α αριθμ. απόλ., όσοι αποτελούν 600 μονάδες (ή έξι εκατοντάδες) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”